playpen - ορισμός. Τι είναι το playpen
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι playpen - ορισμός

PORTABLE ENCLOSURE IN WHICH YOUNG CHILDREN MAY SAFELY PLAY
Play Pen; Playard; Playpens; Play yard; Play pen
  • A traditional wooden playpen

playpen         
(IBM) A room where programmers work. Compare salt mines. [Jargon File]
playpen         
¦ noun a small portable enclosure in which a baby or small child can play safely.
playpen         
(playpens)
A playpen is a small structure which is designed for a baby or young child to play safely in. It has bars or a net round the sides and is open at the top.
N-COUNT

Βικιπαίδεια

Playpen

A playpen is a piece of furniture in which an infant or young toddler (typically those less than 35 inches (89 cm) tall and 30 pounds (14 kg)) is placed to prevent self-harm when her/his parent or guardian is occupied or away. The earliest use of the word "playpen" cited in the Oxford English Dictionary is 1902.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για playpen
1. I’ll buy a playpen," she said from her one–bedroom flat in Cadiz, in southern Spain.
2. You feel a bit like a spoilt baby plonked down in its playpen.
3. London‘s skyline will be left looking like some banal children‘s playpen littered with geometrical toys.
4. He would go to old–fashioned sherry parties to meet girls and also went to the popular Playpen nightclub.
5. "When you were really tiny we put you in a playpen when I was busy," my mother says.